-
1 περινοεω
1) обдумывать, рассматривать(τὸν κίνδυνον Plut.)
2) задумывать, замышлять(πολλὰ καὴ μεγάλα τῇ γνώμῃ π. Plut.)
π. τὰ μεγάλα ταῖς ἐλπίσιν Plut. — лелеять великие замыслы
1 περινοεω
(τὸν κίνδυνον Plut.)
(πολλὰ καὴ μεγάλα τῇ γνώμῃ π. Plut.)